- ανανεώνω
- (Μ ἀνανεώνω) και ἀνανεῶ (-όω) (Α ἀνανεῶ) (Ν και ανανιώνω, Α ἀνανεοῡμαι, -όομαι)κάνω κάτι πάλι νέο, τού ξαναδίνω ισχύ, τό επαναλαμβάνω εκ νέουνεοελλ.1. κάνω κάτι πάλι καινούργιο, τό παρουσιάζω με βελτιωμένη μορφή, φρεσκάρω2. αντικαθιστώ κάτι που πάλιωσε με καινούργιο, ανακαινίζω3. αναδιοργανώνω, αναδιαρθρώνω4. (για συμβάσεις, γραμμάτια κ.λπ.) παρατείνω τη διάρκεια, την προθεσμία5. γίνομαι πάλι νέος, ξανανιώνωαρχ.ανακαλώ στη μνήμη μου, ξαναζωντανεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνανεοῦμαι < ἀνα-* + νεοῦμαι τού νεῶ «ανακαινίζω, αλλάζω». Ο τ. ἀνανεῶ μεταγενέστερος.ΠΑΡ. ανανέωσις (-η), ανανεωτής μσν.-νεοελλ. ἀνανέωμα].
Dictionary of Greek. 2013.